- καταψῶσαν
- καταψάωstrokepres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)καταψάωstrokepres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταψώ — καταψῶ, άω (Α) 1. ψηλαφώ ελαφρά, χαϊδεύω, θωπεύω («τὴν δὲ καταψῶσαν τοῡ παιδίου τὴν κεφαλήν», Ηρόδ.) 2. ξύνω («καταψᾱν τοὺς τοίχους») 3. μαλάσσω, τρίβω («λίπα τε ἠλείψαντο καὶ κατέψησε μάλα εἰρηνικῶς ἅτερος τὸν ἕτερον ἐν τῷ μέρει», Λουκιαν.) 4.… … Dictionary of Greek